καλοκαίριασμα

καλοκαίριασμα
τό
1) наступление, начало лета; 2) улучшение погоды

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "καλοκαίριασμα" в других словарях:

  • καλοκαίριασμα — το έναρξη του θέρους, βελτίωση του καιρού: Με το καλοκαίριασμα θ αρχίσουμε τις εκδρομές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλοκαίριασμα — το [καλοκαιριάζω] 1. η έναρξη τού καλοκαιριού, οι πρώτες ημέρες τού θέρους 2. η βελτίωση τού καιρού, αιθρίαση, καλοσύνεμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»